Sepite kreikaksi
Käännös: sepite, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
φαντασία, σχετικά με εικαζόμενη, σχετικά με εικαζόμενες, σχετικά με τους ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς για
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: sepite
satusetien sepite, sepite englanniksi, sepite merkitys, sepite oy, sepite ruotsiksi, sepite kielisanakirja kreikka, sepite kreikaksi
Käännökset
- seota kreikaksi - ανακατεύω, μίγμα, ανακατώνω, αναμιγνύω, πηγαίνετε, πάει, πάνε, ...
- sepeli kreikaksi - χαλίκι, αμμόλιθος, άμμος, μακαντάμ, υλικό σκυρόστρωσης, υλικού σκυρόστρωσης, σκύρων μη πισσωμένων, ...
- sepitteellinen kreikaksi - μυθιστορηματικός, φανταστικό, πλασματική, πλασματικός, πλασματικό
- sepittää kreikaksi - κατασκευάζω, ύφανση, ύφανσης, πλέξη, υφαίνουν, την ύφανση
Satunnaisia sanoja
Sepite kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: φαντασία, σχετικά με εικαζόμενη, σχετικά με εικαζόμενες, σχετικά με τους ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς για
Käännökset: φαντασία, σχετικά με εικαζόμενη, σχετικά με εικαζόμενες, σχετικά με τους ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς, σχετικά με ισχυρισμούς για