Sitoa kreikaksi
Käännös: sitoa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ενώνω, δένω, δεσμεύω, κατατάσσομαι, συνδέω, πεδικλώνω, γραβάτα, βιβλιοδετώ, συνενώνω, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: sitoa
sitoa airport taxi, sitoa arnold, sitoa englanniksi, sitoa global, sitoa global message board, sitoa kielisanakirja kreikka, sitoa kreikaksi
Käännökset
- sitkeys kreikaksi - εμμονή, επιμονή, αντοχή, παραμονή δύναμη, η αντοχή, την παραμονή δύναμη, μένοντας δύναμη
- sitkeä kreikaksi - σκληρός, σκληροτράχηλος, δύσκολος, σκληρή, δύσκολο, σκληρό, σκληρές
- sitoumus kreikaksi - δωσιδικία, δέσμευση, παθητικό, ευθύνη, προσήλωση, πίστη, αφιέρωση, ...
- sitoutumaton kreikaksi - αυτεξούσιος, ανεξάρτητος, ανεξάρτητη, ανεξάρτητο, ανεξάρτητων, ανεξάρτητες
Satunnaisia sanoja
Sitoa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ενώνω, δένω, δεσμεύω, κατατάσσομαι, συνδέω, πεδικλώνω, γραβάτα, βιβλιοδετώ, συνενώνω, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα
Käännökset: ενώνω, δένω, δεσμεύω, κατατάσσομαι, συνδέω, πεδικλώνω, γραβάτα, βιβλιοδετώ, συνενώνω, δένουν, δέσιμο, δέσετε, δέσουν, δένουν τα