Suku kreikaksi
Käännös: suku, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
έρωτας, σεξ, καταγωγή, φύλο, στέλεχος, στείρα, οικογένεια, οίκος, αίμα, μίσχος, ράτσα, γένος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: suku
hiski, suku englanniksi, suku forum, suku merkitys, suku nato, suku kielisanakirja kreikka, suku kreikaksi
Käännökset
- sukset kreikaksi - σκι, Σκι, τα σκι, Skis, πέδιλα του σκι, Σκι στο
- suksi kreikaksi - σκι, του σκι, χιονοδρομικό, ski, κέντρο
- sukua kreikaksi - συγγενής, συγγενικός, που σχετίζονται με, σχετίζονται με, σχετίζεται με, που συνδέονται με, συνδέονται με
- sukujuuret kreikaksi - προέλευση, καταγωγή, Προγόνων, καταγωγής, την καταγωγή, προγόνους
Satunnaisia sanoja
Suku kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: έρωτας, σεξ, καταγωγή, φύλο, στέλεχος, στείρα, οικογένεια, οίκος, αίμα, μίσχος, ράτσα, γένος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας
Käännökset: έρωτας, σεξ, καταγωγή, φύλο, στέλεχος, στείρα, οικογένεια, οίκος, αίμα, μίσχος, ράτσα, γένος, οικογένειας, οικογενειακή, οικογένειά, της οικογένειας