Suunnata kreikaksi
Käännös: suunnata, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ηγούμαι, αποβλέπω, βλέψη, συμπεριφορά, διαγωγή, σκοπός, σκηνοθετώ, μόλυβδος, φέρσιμο, λουρί, σκοπεύω, διεξάγω, καθοδηγώ, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: suunnata
suunnata englanniksi, suunnata johonkin englanniksi, suunnata katse englanniksi, suunnata merkitys, suunnata på svenska, suunnata kielisanakirja kreikka, suunnata kreikaksi
Käännökset
- suulas kreikaksi - ομιλητικός, φλύαρος, αεριώδης, αερώδης, εκρηκτικά αέρια το οποίο, που προκαλούν αέρια, άτομο έχει αέρια
- suullinen kreikaksi - φραστικός, του στόματος, από το στόμα, στόματος, προφορική, στοματική
- suunnaton kreikaksi - απίθανος, πρόστυχος, καταστρεπτικός, άπειρος, αδύνατον, πελώριος, ολέθριος, ...
- suunnattoman kreikaksi - εξαιρετικά, πάρα πολύ, πάρα
Satunnaisia sanoja
Suunnata kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ηγούμαι, αποβλέπω, βλέψη, συμπεριφορά, διαγωγή, σκοπός, σκηνοθετώ, μόλυβδος, φέρσιμο, λουρί, σκοπεύω, διεξάγω, καθοδηγώ, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι
Käännökset: ηγούμαι, αποβλέπω, βλέψη, συμπεριφορά, διαγωγή, σκοπός, σκηνοθετώ, μόλυβδος, φέρσιμο, λουρί, σκοπεύω, διεξάγω, καθοδηγώ, κεφάλι, κεφαλή, κεφαλής, επικεφαλής, το κεφάλι