Suurpiirteinen kreikaksi
Käännös: suurpiirteinen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απρόσεκτος, περαστικός, βιαστικός, πέρασμα, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
Muut kielet
Liittyvät sanat: suurpiirteinen
suurpiirteinen englanniksi, suurpiirteinen ihminen, suurpiirteinen in english, suurpiirteinen merkitys, suurpiirteinen ruotsiksi, suurpiirteinen kielisanakirja kreikka, suurpiirteinen kreikaksi
Käännökset
- suuronnettomuudet kreikaksi - πανωλεθρία, συμφορά, όλεθρος, καταστροφή, μεγάλων ατυχημάτων, σοβαρών ατυχημάτων, μειζόνων ατυχημάτων, ...
- suuronnettomuus kreikaksi - καταστροφή, συμφορά, όλεθρος, καταστροφής, την καταστροφή, καταστροφές, καταστροφή του
- suurteko kreikaksi - αξιοποιώ, μεγάλη τεχνητή, μεγάλα τεχνητά, αυτά μεγάλα τεχνητά
- suuruudenhulluus kreikaksi - μεγαλομανία, την μεγαλομανία, μεγαλομανίας, μεγαλομανία του, την μεγαλομανία του
Satunnaisia sanoja
Suurpiirteinen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απρόσεκτος, περαστικός, βιαστικός, πέρασμα, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
Käännökset: απρόσεκτος, περαστικός, βιαστικός, πέρασμα, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες