Syttyminen kreikaksi
Käännös: syttyminen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διακόπτης, ανάφλεξη, πυροδότηση, φωτισμός, μίζα, ξέσπασμα, εκδήλωση, έκρηξη, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: syttyminen
alkoholin syttyminen, bensan syttyminen, hakekasan syttyminen, itsestään syttyminen, jatkosodan syttyminen, syttyminen kielisanakirja kreikka, syttyminen kreikaksi
Käännökset
- sysätä kreikaksi - αγκώνας, βία, σπρώχνω, εξαναγκάζω, δύναμη, απορρίπτω, χωμένος, ...
- sysäys kreikaksi - ώθηση, μπήγω, παρόρμηση, σύγκρουση, τραντάζω, τσιγκλώ, χωμένος, ...
- sytytin kreikaksi - μαούνα, αναπτήρας, αναπτήρα, ελαφρύτερο, ελαφρύτερα, ελαφρύτερη
- sytyttäminen kreikaksi - διακόπτης, πυροδότηση, ανάφλεξη, φωτισμός, μίζα, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, ...
Satunnaisia sanoja
Syttyminen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διακόπτης, ανάφλεξη, πυροδότηση, φωτισμός, μίζα, ξέσπασμα, εκδήλωση, έκρηξη, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης
Käännökset: διακόπτης, ανάφλεξη, πυροδότηση, φωτισμός, μίζα, ξέσπασμα, εκδήλωση, έκρηξη, ανάφλεξης, ανάφλεξης με, αναφλέξεως, της ανάφλεξης