Täydentäminen kreikaksi
Käännös: täydentäminen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ανανέωση, αντικαταστάτης, αντικατάσταση, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση
Muut kielet
Liittyvät sanat: täydentäminen
elintarvikkeiden täydentäminen, ennakkoveron täydentäminen, perukirjan täydentäminen, tarjouksen täydentäminen, tutkinnon täydentäminen, täydentäminen kielisanakirja kreikka, täydentäminen kreikaksi
Käännökset
- täydennys kreikaksi - συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
- täydennysmies kreikaksi - αντικατάσταση, αντικαταστάτης, εναλλάσσω, συμπλήρωμα, συμπλήρωμα για, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώματος, ...
- täynnä kreikaksi - αγχωμένος, έγκυος, κατάφορτος, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, ...
- täysi kreikaksi - πλήρης, ατόφιος, καθαρός, ακέραιος, μεστός, τελειοποιώ, απόλυτος, ...
Satunnaisia sanoja
Täydentäminen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ανανέωση, αντικαταστάτης, αντικατάσταση, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση
Käännökset: ανανέωση, αντικαταστάτης, αντικατάσταση, ολοκλήρωση, συμπλήρωση, την ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, υλοποίηση