Tanakka kreikaksi

Käännös: tanakka, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εταιρία, ανθεκτικός, σαρκώδης, θαρραλέος, δύσκολος, εύσαρκος, εδραίος, γερός, τροφαντός, ρωμαλέος, παχύσαρκος, σκληρός, υπέρβαρος, σταθερός, σκληροτράχηλος, εύσωμος, παχύς
Tanakka kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: tanakka

bedak tanaka, punakka tanakka, taakka englanniksi, taakka synonyymi, tanaka farms, tanakka kielisanakirja kreikka, tanakka kreikaksi

Käännökset

  • tammipuu kreikaksi - δρύινος, βελανιδιά
  • tampata kreikaksi - αλέθω, γραμματόσημο, εργοστάσιο, μύλος, χαρτόσημα, πατικώνω, στουπώνω, ...
  • tangentti kreikaksi - μαυρίζω, καφετί, μαύρισμα, βυρσοδεψώ, εφαπτόμενη, εφαπτομένης, εφαπτομένη, ...
  • tankata kreikaksi - ψελλίζω, τραυλίζω, εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Satunnaisia sanoja
Tanakka kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εταιρία, ανθεκτικός, σαρκώδης, θαρραλέος, δύσκολος, εύσαρκος, εδραίος, γερός, τροφαντός, ρωμαλέος, παχύσαρκος, σκληρός, υπέρβαρος, σταθερός, σκληροτράχηλος, εύσωμος, παχύς