Tarkkailu kreikaksi
Käännös: tarkkailu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παρατηρητικότητα, επίβλεψη, παράλειψη, αβλεψία, παρακολούθηση, επιτήρηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tarkkailu
tarkkailu englanniksi, tarkkailu haalari, tarkkailu heräämössä, tarkkailu merkitys, tarkkailu poliisi, tarkkailu kielisanakirja kreikka, tarkkailu kreikaksi
Käännökset
- tarkkaavaisuus kreikaksi - φροντίδα, προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
- tarkkailija kreikaksi - παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή
- tarkkanäköinen kreikaksi - ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, διορατική, διορατικός, αντιληπτική, διορατικοί
- tarkkanäköisyys kreikaksi - διάκριση, οξυδέρκεια, διάκρισης, διορατικότητα, τη διάκριση
Satunnaisia sanoja
Tarkkailu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παρατηρητικότητα, επίβλεψη, παράλειψη, αβλεψία, παρακολούθηση, επιτήρηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση
Käännökset: παρατηρητικότητα, επίβλεψη, παράλειψη, αβλεψία, παρακολούθηση, επιτήρηση, παρατήρηση, παρατήρησης, παρακολούθησης, την παρατήρηση