Tarttuva kreikaksi
Käännös: tarttuva, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ανυποχώρητος, κόλλα, επίμονος, γλοιώδης, κολλητικός, κολλώδης, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tarttuva
tarttuva aivokalvontulehdus, tarttuva englanniksi, tarttuva ihottuma, tarttuva keuhkokuume, tarttuva korvatulehdus, tarttuva kielisanakirja kreikka, tarttuva kreikaksi
Käännökset
- tarrautuva kreikaksi - γλοιώδης, κόλλα, προσκόλληση, παραμένουν προσκολλημένοι, κολλάει, την προσκόλληση, προσκολλάται
- tarttua kreikaksi - συγκολλώ, πιάνω, δραστηριοποιούμαι, αρπάζομαι, προσκολλώμαι, λαβή, δεσμεύω, ...
- tartunta kreikaksi - λοίμωξη, μεταβίβαση, μόλυνση, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
- tartuttaa kreikaksi - μολύνω, διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, ...
Satunnaisia sanoja
Tarttuva kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ανυποχώρητος, κόλλα, επίμονος, γλοιώδης, κολλητικός, κολλώδης, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
Käännökset: ανυποχώρητος, κόλλα, επίμονος, γλοιώδης, κολλητικός, κολλώδης, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές