Tasanko kreikaksi
Käännös: tasanko, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σκέτος, τομέας, επίπεδος, κάμπος, διαμέρισμα, οροπέδιο, πεδιάδα, πεδίο, χωράφι, σκέτο, απλό, απλού, κάμπο, απλή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tasanko
tasanko design, tasanko englanniksi, tasanko etelä-amerikassa, tasanko kari, tasanko kävi onnen lahjat, tasanko kielisanakirja kreikka, tasanko kreikaksi
Käännökset
- tasamuotoinen kreikaksi - DC, συνεχούς, συνεχούς ρεύματος, ΣΡ
- tasan kreikaksi - μόλις, ακόμα, εξίσου, δίκαιος, ίσος, επίσης, εξ ίσου, ...
- tasapaino kreikaksi - ισορροπία, πλάστιγγα, κορμοστασιά, ισοζύγιο, ζυγαριά, υπόλοιπο, ισορροπίας, ...
- tasapainotella kreikaksi - πλάστιγγα, ισορροπία, ισοζύγιο, ζυγαριά, για την εξισορρόπηση, να εξισορροπήσει, να ισορροπήσει, ...
Satunnaisia sanoja
Tasanko kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σκέτος, τομέας, επίπεδος, κάμπος, διαμέρισμα, οροπέδιο, πεδιάδα, πεδίο, χωράφι, σκέτο, απλό, απλού, κάμπο, απλή
Käännökset: σκέτος, τομέας, επίπεδος, κάμπος, διαμέρισμα, οροπέδιο, πεδιάδα, πεδίο, χωράφι, σκέτο, απλό, απλού, κάμπο, απλή