Terhakka kreikaksi
Käännös: terhakka, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δυνατός, σβέλτος, ζωντανός, ρωμαλέος, εύστροφος, γλαφυρός, γερός, αναπηδούν, αναπήδηση, αναπηδά, που αναπηδούν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: terhakka
kotiapu terhakka, terhakka englanniksi, terhakka kennel, terhakka merkitys, terhakka polvijärvi, terhakka kielisanakirja kreikka, terhakka kreikaksi
Käännökset
- terapia kreikaksi - θεραπεία, θεραπείας, θεραπεία με, της θεραπείας, θεραπείας με
- terassi kreikaksi - ταράτσα, βεράντα, αίθριο, βεράντα με, βεράντα του
- terho kreikaksi - βελανίδι, Acorn, βελανιδιών, βελανιδιού, βαλανοειδής
- termi kreikaksi - τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Satunnaisia sanoja
Terhakka kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δυνατός, σβέλτος, ζωντανός, ρωμαλέος, εύστροφος, γλαφυρός, γερός, αναπηδούν, αναπήδηση, αναπηδά, που αναπηδούν
Käännökset: δυνατός, σβέλτος, ζωντανός, ρωμαλέος, εύστροφος, γλαφυρός, γερός, αναπηδούν, αναπήδηση, αναπηδά, που αναπηδούν