Tiivis kreikaksi

Käännös: tiivis, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αποπνιχτικός, δασύς, συμπαγής, πυκνός, οικείος, κολλητός, συμπυκνωμένος, στενός, ενδόμυχος, επιτακτικός, κοντά, πνιγηρός, εντατικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Tiivis kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: tiivis

tiivis englanniksi, tiivis eväsrasia, tiivis liitos, tiivis merkitys, tiivis nurmikko, tiivis kielisanakirja kreikka, tiivis kreikaksi

Käännökset

  • tiirata kreikaksi - κρυφοκοιτάζω, στραβισμός, αλληθωρίζω, αλλοιθωρίζω, στραβισμός τα, αλληθωρίζουν
  • tiiviisti kreikaksi - στενά, στενή, εκ του σύνεγγυς, κοντά, προσεκτικά
  • tiiviste kreikaksi - συμπίεση, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
  • tiivistelmä kreikaksi - περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτικά, περίληψης
Satunnaisia sanoja
Tiivis kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αποπνιχτικός, δασύς, συμπαγής, πυκνός, οικείος, κολλητός, συμπυκνωμένος, στενός, ενδόμυχος, επιτακτικός, κοντά, πνιγηρός, εντατικός, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής