Tila kreikaksi
Käännös: tila, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
θέση, δωμάτιο, πάθηση, τόπος, κρατίδιο, εντοπίζω, χώρος, σπυρί, κράτος, διάστημα, μέρος, κατάσταση, τοποθετώ, περιοχή, βούλα, αγρόκτημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tila
haltialan tila, kavalton tila, kiviharjun tila, lassilan tila, offline tila, tila kielisanakirja kreikka, tila kreikaksi
Käännökset
- tikku kreikaksi - χώνω, σκλήθρα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
- tikkukaramelli kreikaksi - βεντούζα, βλαστάρι, παραφυάδα, κορόιδο, sucker, το κορόιδο, ρούφηξα
- tilaaja kreikaksi - αναγνώστης, αγοραστής, συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
- tilaisuus kreikaksi - τελετουργικός, ευκαιρία, άθλημα, περίπτωση, συγκυρία, τύχη, υπόθεση, ...
Satunnaisia sanoja
Tila kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: θέση, δωμάτιο, πάθηση, τόπος, κρατίδιο, εντοπίζω, χώρος, σπυρί, κράτος, διάστημα, μέρος, κατάσταση, τοποθετώ, περιοχή, βούλα, αγρόκτημα, χώρο, χώρου, κόπηκε
Käännökset: θέση, δωμάτιο, πάθηση, τόπος, κρατίδιο, εντοπίζω, χώρος, σπυρί, κράτος, διάστημα, μέρος, κατάσταση, τοποθετώ, περιοχή, βούλα, αγρόκτημα, χώρο, χώρου, κόπηκε