Tinkiä kreikaksi
Käännös: tinkiä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
συμβιβασμός, παζαρεύω, συμβιβάζω, διαπληκτίζομαι, διακυβεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tinkiä
miten tinkiä, tinkiä englanniksi, tinkiä englanti, tinkiä espanjaksi, tinkiä käännös, tinkiä kielisanakirja kreikka, tinkiä kreikaksi
Käännökset
- tinkiminen kreikaksi - παζαρεύω, διαπληκτίζομαι, chaffer
- tinkimätön kreikaksi - όρθιος, αδιάλλακτος, δοκάρι, άτεγκτος, άκαμπτος, τίμιος, αυστηρός, ...
- tipu kreikaksi - κόμματος, κοτοπουλάκι, νεοσσός, πιτσιρίκα, γκόμενα, κοτόπουλου
- tiputtaa kreikaksi - προσγειώνομαι, έδαφος, προσγειώνω, σταγόνα, μειώνομαι, ρανίδα, πτώση, ...
Satunnaisia sanoja
Tinkiä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: συμβιβασμός, παζαρεύω, συμβιβάζω, διαπληκτίζομαι, διακυβεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης
Käännökset: συμβιβασμός, παζαρεύω, συμβιβάζω, διαπληκτίζομαι, διακυβεύω, παζάρι, συμφωνία, ευκαιρίας, ευκαιρία, διαπραγμάτευσης