Todistus kreikaksi
Käännös: todistus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πιστοποιητικό, μαρτυρώ, επίδειξη, διαδήλωση, μάρτυρας, κατάθεση, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: todistus
lääkärin todistus, todistus arvonlisäverovelvollisuudesta, todistus asumisesta, todistus englanniksi, todistus merkitys, todistus kielisanakirja kreikka, todistus kreikaksi
Käännökset
- todiste kreikaksi - στοιχεία, αποδείξεις, πειστήριο, μαρτυρία, απόδειξη, απόδειξης, αποδείξεως, ...
- todistettavasti kreikaksi - γνήσια, αληθινά, αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
- todistusaineisto kreikaksi - μαρτυρία, στοιχεία, πειστήριο, αποδείξεις, απόδειξη, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία
- toffee kreikaksi - καραμέλα, είδος ζαχαροτού, ζαχαρωτά, καραμέλας βουτύρου, καραμέλα βουτύρου
Satunnaisia sanoja
Todistus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πιστοποιητικό, μαρτυρώ, επίδειξη, διαδήλωση, μάρτυρας, κατάθεση, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Käännökset: πιστοποιητικό, μαρτυρώ, επίδειξη, διαδήλωση, μάρτυρας, κατάθεση, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό