Toiminta kreikaksi
Käännös: toiminta, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
προσπάθεια, αιτία, απόδοση, επίτευγμα, αγωγή, δραστηριότητα, δράση, εγχείρηση, κίνηση, διαγωγή, εργαζόμενος, επιχείρηση, προξενώ, προκαλώ, ασχολία, επιμέλεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: toiminta
kilpirauhasen toiminta, moottorin toiminta, munuaisten toiminta, suolen toiminta, sydämen toiminta, toiminta kielisanakirja kreikka, toiminta kreikaksi
Käännökset
- toiminnallinen kreikaksi - λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
- toiminnan kreikaksi - πρακτικός, δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, δραστηριότητες που, τις δραστηριότητες, δραστηριότητές
- toimintahäiriö kreikaksi - δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, βλάβη, βλάβης, δυσλειτουργία του
- toimintamalli kreikaksi - ελιγμός, προσέγγιση, προσέγγισης, θεώρησης, Approach, προσέγγιση που
Satunnaisia sanoja
Toiminta kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: προσπάθεια, αιτία, απόδοση, επίτευγμα, αγωγή, δραστηριότητα, δράση, εγχείρηση, κίνηση, διαγωγή, εργαζόμενος, επιχείρηση, προξενώ, προκαλώ, ασχολία, επιμέλεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Käännökset: προσπάθεια, αιτία, απόδοση, επίτευγμα, αγωγή, δραστηριότητα, δράση, εγχείρηση, κίνηση, διαγωγή, εργαζόμενος, επιχείρηση, προξενώ, προκαλώ, ασχολία, επιμέλεια, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες