Toimittaa kreikaksi
Käännös: toimittaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ολοκληρώνω, εκτελώ, παραδίδω, περατώνω, δημοσιεύω, εκφωνώ, επιμελούμαι, εκδίδω, κάνω, ολόκληρος, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: toimittaa
toimittaa englanniksi, toimittaa ennakonpidätys, toimittaa eteenpäin englanniksi, toimittaa italiaksi, toimittaa merkitys, toimittaa kielisanakirja kreikka, toimittaa kreikaksi
Käännökset
- toimisto kreikaksi - υπηρεσία, κύρος, εξουσία, γραφείο, αυθεντία, θώκος, πρακτορείο, ...
- toimitsija kreikaksi - διευθυντής, επίσημες, επίσημη, επίσημος, επίσημων, επίσημο
- toimittaja kreikaksi - συντάκτης, προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
- toimitus kreikaksi - αποστολή, τελετουργικός, τελετή, εκτέλεση, εθιμοτυπία, διανομή, παράδοση, ...
Satunnaisia sanoja
Toimittaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ολοκληρώνω, εκτελώ, παραδίδω, περατώνω, δημοσιεύω, εκφωνώ, επιμελούμαι, εκδίδω, κάνω, ολόκληρος, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας
Käännökset: ολοκληρώνω, εκτελώ, παραδίδω, περατώνω, δημοσιεύω, εκφωνώ, επιμελούμαι, εκδίδω, κάνω, ολόκληρος, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, προμήθειας