Toimiva kreikaksi
Käännös: toimiva, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ακμαίος, ενεργός, λειτουργικός, εργαζόμενος, τρέξιμο, δραστήριος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: toimiva
toimiva dieetti, toimiva englanniksi, toimiva kaupunki, toimiva koti, toimiva lapsi ja perhe, toimiva kielisanakirja kreikka, toimiva kreikaksi
Käännökset
- toimittaja kreikaksi - συντάκτης, προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
- toimitus kreikaksi - αποστολή, τελετουργικός, τελετή, εκτέλεση, εθιμοτυπία, διανομή, παράδοση, ...
- toimivalta kreikaksi - αυθεντία, εξουσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσία, κύρος, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, ...
- toimivaltuus kreikaksi - εντολή, εξουσία, δύναμη, ισχύος, ισχύ, ισχύς
Satunnaisia sanoja
Toimiva kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ακμαίος, ενεργός, λειτουργικός, εργαζόμενος, τρέξιμο, δραστήριος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Käännökset: ακμαίος, ενεργός, λειτουργικός, εργαζόμενος, τρέξιμο, δραστήριος, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται