Toissijainen kreikaksi
Käännös: toissijainen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: toissijainen
toissijainen aktiivinen kuljetus, toissijainen englanniksi, toissijainen kamera, toissijainen kamera puhelimessa, toissijainen lähde, toissijainen kielisanakirja kreikka, toissijainen kreikaksi
Käännökset
- toisintaminen kreikaksi - αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, η αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής
- toisinto kreikaksi - αντίγραφο, αντιγράφω, αντίτυπο, εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, μορφή, ...
- toistaa kreikaksi - επαναλαμβάνω, Επαναλάβετε, Επαναλάβετε τα, επανάληψη, επανάληψης
- toistaminen kreikaksi - επανάληψη, παιχνίδι, παίξιμο, Παίζοντας, Αναπαραγωγή, που παίζουν
Satunnaisia sanoja
Toissijainen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Käännökset: βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή