Toisti kreikaksi
Käännös: toisti, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: toisti
leon tolstoi, toisti englanniksi, toisti merkitys, toisti ruotsiksi, toisti sanaristikko, toisti kielisanakirja kreikka, toisti kreikaksi
Käännökset
- toisteinen kreikaksi - αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, η ποικιλία των, η ποικιλομορφία των, η πολυμορφία των, της ποικιλομορφίας των, της ποικιλίας των
- toistella kreikaksi - επαναλαμβάνω, επαναλάβω, επαναλάβει, επαναλαμβάνουν, να επαναλάβω
- toistivat kreikaksi - επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
- toisto kreikaksi - επανάληψη, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, την αναπαραγωγή, της αναπαραγωγής, η αναπαραγωγή
Satunnaisia sanoja
Toisti kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες
Käännökset: επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνεται, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβάνονται, επανειλημμένες, επαναλαμβανόμενες