Tulot kreikaksi
Käännös: tulot, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tulot
cheek tulot, opintotuki tulot, tulot 2010, tulot 2011, tulot 2012, tulot kielisanakirja kreikka, tulot kreikaksi
Käännökset
- tuloste kreikaksi - παραγωγή, εξόδου, έξοδο, παραγωγής, έξοδος
- tulostin kreikaksi - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
- tulppa kreikaksi - βύσμα, πρίζα, plug, βύσματος, φις, πώμα
- tulppaani kreikaksi - τουλίπα, τουλιπών, η τουλίπα, τουλίπας, tulip
Satunnaisia sanoja
Tulot kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Käännökset: αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που