Tuomita kreikaksi
Käännös: tuomita, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
κριτής, καταδίκη, καταδικάζω, ειμαρμένη, δικάζω, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tuomita
tuomita avioeroon, tuomita englanniksi, tuomita espanjaksi, tuomita merkitys, tuomita poissaolevana, tuomita kielisanakirja kreikka, tuomita kreikaksi
Käännökset
- tuomiokirkko kreikaksi - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, καθεδρικού ναού, τον καθεδρικό ναό
- tuomiovalta kreikaksi - δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, δικαιοδοσίας, διεθνή δικαιοδοσία, τη δικαιοδοσία
- tuomitseminen kreikaksi - καταδίκη, καταδικάζει, την καταδίκη, καταδίκης, ότι καταδικάζει
- tuomittava kreikaksi - μεμπτός, καταδικαστέος, κατακριτέος, κατακριτέα, κατακριτέο, καταδικαστέα, επιλήψιμο
Satunnaisia sanoja
Tuomita kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: κριτής, καταδίκη, καταδικάζω, ειμαρμένη, δικάζω, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Käännökset: κριτής, καταδίκη, καταδικάζω, ειμαρμένη, δικάζω, πρόταση, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή