Tuore kreikaksi
Käännös: tuore, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
πρόσφατος, δροσερός, νωπός, ζωντανός, φρέσκος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού
Muut kielet
Liittyvät sanat: tuore
pinaatti, tuore ananas, tuore englanniksi, tuore inkivääri, tuore jyväskylä, tuore kielisanakirja kreikka, tuore kreikaksi
Käännökset
- tuontivero kreikaksi - δασμολόγιο, τιμολόγιο, φόρου εισαγωγής, το φόρο εισαγωγών, εισαγωγικός φόρος, φόρο εισαγωγής, φόρο εισαγωγών
- tuoppi kreikaksi - κούπα, μούρη, κύπελλο, κυπέλλου, κούπα που, την κούπα
- tuotanto kreikaksi - προϊόν, παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, η παραγωγή
- tuotantolaitos kreikaksi - εργοστάσιο, εργοστασίου, το εργοστάσιο, εργοστάσιό, εργοστασιακή
Satunnaisia sanoja
Tuore kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: πρόσφατος, δροσερός, νωπός, ζωντανός, φρέσκος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού
Käännökset: πρόσφατος, δροσερός, νωπός, ζωντανός, φρέσκος, φρέσκο, φρέσκα, νωπά, νωπών, νωπού