Turmeltunut kreikaksi
Käännös: turmeltunut, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διαφθείρω, ταπεινός, άθλιος, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: turmeltunut
ajokortti turmeltunut, turmeltunut englanniksi, turmeltunut ihminen, turmeltunut merkitys, turmeltunut passi, turmeltunut kielisanakirja kreikka, turmeltunut kreikaksi
Käännökset
- turmella kreikaksi - φθείρω, βλάπτω, πανώλης, χειροτερεύω, παραβλάπτω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, ...
- turmeltuminen kreikaksi - μαύλισμα, ξεμαύλισμα, διαφθορά, εκμαυλισμός, μουντζούρα, παραμόρφωση, στην καταστροφή, ...
- turmelus kreikaksi - ξεμαύλισμα, μαύλισμα, διαφθορά, εκμαυλισμός, εξαχρείωση, τη διαφθορά, διαστροφής, ...
- turmio kreikaksi - χαντακώνω, ρήμαγμα, χαλώ, αφανισμός, όλεθρος, ruination, ερείπωσή, ...
Satunnaisia sanoja
Turmeltunut kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διαφθείρω, ταπεινός, άθλιος, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Käännökset: διαφθείρω, ταπεινός, άθλιος, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, αλλοιώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα