Tutkimus kreikaksi

Käännös: tutkimus, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
δίκη, έρευνα, ανασκόπηση, δοκιμασία, διερεύνηση, μελέτη, εξερεύνηση, σπουδάζω, σπουδές, γραφείο, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
Tutkimus kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: tutkimus

empiirinen, empiirinen tutkimus, enmg, enmg tutkimus, gynekologinen tutkimus, tutkimus kielisanakirja kreikka, tutkimus kreikaksi

Käännökset

  • tutkielma kreikaksi - σπουδάζω, σπουδές, έκθεση, γραφείο, εφημερίδα, πραγματεία, μελέτη, ...
  • tutkija kreikaksi - ερευνητής, επόπτης, επιθεωρητής, ελεγκτής, εξερευνητής, ερευνητή, ερευνητών, ...
  • tutkimusaihe kreikaksi - ύλη, Έρευνα, Έρευνας, Ερευνών, Research, Η έρευνα
  • tutkimusmatkailija kreikaksi - εξερευνητής, Explorer, εξερευνητή, Εξερεύνηση, Εξερεύνηση των
Satunnaisia sanoja
Tutkimus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: δίκη, έρευνα, ανασκόπηση, δοκιμασία, διερεύνηση, μελέτη, εξερεύνηση, σπουδάζω, σπουδές, γραφείο, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας