Työvoima kreikaksi
Käännös: työvoima, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μόχθος, κόπος, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: työvoima
työvoima 2025, työvoima englanniksi, työvoima ja elinkeinokeskus, työvoima ja sosiaali rauma, työvoima liikkeelle pirkanmaalla, työvoima kielisanakirja kreikka, työvoima kreikaksi
Käännökset
- työttömyys kreikaksi - ανεργία, ανεργίας, της ανεργίας, η ανεργία, την ανεργία
- työtön kreikaksi - άνεργος, ανέργων, άνεργοι, ανέργους, άνεργους
- työväline kreikaksi - όργανο, υλοποιώ, εργαλείο, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
- tähde kreikaksi - υπόλοιπο, ρετάλι, κατάλοιπο, υπολειπόμενος, ησυχασμός, υπόλοιπος, ξεκουράζομαι, ...
Satunnaisia sanoja
Työvoima kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μόχθος, κόπος, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
Käännökset: μόχθος, κόπος, εργασία, εργασίας, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού