Tylppä kreikaksi
Käännös: tylppä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
μονοκόμματος, αμυδρός, μουγγός, θολωμένος, βραδύς, βαρετός, πυκνός, πληκτικός, χαζός, μουντός, αμβλύς, θαμπός, μουχρός, δασύς, θολός, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tylppä
tylppä englanniksi, tylppä isku silmään, tylppä kipu kyljessä, tylppä kipu rinnassa, tylppä kipu vatsassa, tylppä kielisanakirja kreikka, tylppä kreikaksi
Käännökset
- tykö kreikaksi - προς, σε, πατέρες, πατέρων, οι πατέρες, πατέρα, τους πατέρες
- tykötarpeet kreikaksi - προς, εις, unto, προς τον
- tylppäkulmainen kreikaksi - κουτός, αμβλεία, αμβλείες, αμβλείας, αμβλείαν
- tylsistyminen kreikaksi - μούδιασμα, άνοια, άνοιας, την άνοια, της άνοιας, η άνοια
Satunnaisia sanoja
Tylppä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: μονοκόμματος, αμυδρός, μουγγός, θολωμένος, βραδύς, βαρετός, πυκνός, πληκτικός, χαζός, μουντός, αμβλύς, θαμπός, μουχρός, δασύς, θολός, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Käännökset: μονοκόμματος, αμυδρός, μουγγός, θολωμένος, βραδύς, βαρετός, πυκνός, πληκτικός, χαζός, μουντός, αμβλύς, θαμπός, μουχρός, δασύς, θολός, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα