Tyvi kreikaksi
Käännös: tyvi, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τακούνι, πόδι, φτέρνα, πάτος, ρίζα, βάση, κουτουλώ, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: tyvi
elma, elma tyvi, itella, koivuniemi, tyvi englanniksi, tyvi kielisanakirja kreikka, tyvi kreikaksi
Käännökset
- tytäryhtiö kreikaksi - θυγατρική, υποβοηθητικός, επικουρικός, θυγατρικής, επικουρικής, της θυγατρικής, θυγατρική εταιρεία
- tyven kreikaksi - νηνεμία, ήρεμος, ατάραχος, γαλήνιος, ηρεμία, ήρεμη, ήρεμο, ...
- tyydyttäminen kreikaksi - ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
- tyydyttävä kreikaksi - ανεκτός, υποφερτός, ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
Satunnaisia sanoja
Tyvi kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τακούνι, πόδι, φτέρνα, πάτος, ρίζα, βάση, κουτουλώ, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Käännökset: τακούνι, πόδι, φτέρνα, πάτος, ρίζα, βάση, κουτουλώ, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων