Tyytyä kreikaksi

Käännös: tyytyä, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παραδίδομαι, υποβάλλω, εγκαθίσταμαι, συγκατάθεση, περιορίζω, κανονίζω, συναινώ, υποστηρίζω, υποτάσσομαι, αποδέχομαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Tyytyä kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: tyytyä

tyytyä englanniksi, tyytyä johonkin, tyytyä kohtaloonsa, tyytyä käännös, tyytyä merkitys, tyytyä kielisanakirja kreikka, tyytyä kreikaksi

Käännökset

  • tyytymättömyys kreikaksi - δυσαρέσκεια, δυσφορία, δυσαρέσκειά, δυσαρέσκειας, τη δυσαρέσκειά, η δυσαρέσκεια
  • tyytyväinen kreikaksi - ικανοποιημένο, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευχάριστη, ευχάριστη θέση, στην ευχάριστη, στην ευχάριστη θέση
  • työ kreikaksi - υπόθεση, κόπος, ρυτίδα, παρατάσσω, καθήκον, επενδύω, δουλειές, ...
  • työhuone kreikaksi - γραφείο, ατελιέ, θώκος, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Satunnaisia sanoja
Tyytyä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παραδίδομαι, υποβάλλω, εγκαθίσταμαι, συγκατάθεση, περιορίζω, κανονίζω, συναινώ, υποστηρίζω, υποτάσσομαι, αποδέχομαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση