Ujo kreikaksi
Käännös: ujo, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διστακτικός, μαζεμένος, σεμνός, σεμνότυφος, άτολμος, συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: ujo
ujo englanniksi, ujo ihminen, ujo lapsi, ujo merkitys, ujo mies, ujo kielisanakirja kreikka, ujo kreikaksi
Käännökset
- uinuva kreikaksi - κοιμισμένος, αδρανές, αδρανοποιημένων, αδρανής, αδρανοποιημένα
- uitto kreikaksi - επίπλευση, πλωτός, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε, καταγραφής
- ujosti kreikaksi - εντροπαλά, δειλώς, shyly, δειλά, ντροπαλά
- ujuttaa kreikaksi - χείλος, περιστόμιο, εισχωρώ, άκρη, κάνω λαθρεμπόριο, λαθραία, περάσει λαθραία, ...
Satunnaisia sanoja
Ujo kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διστακτικός, μαζεμένος, σεμνός, σεμνότυφος, άτολμος, συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
Käännökset: διστακτικός, μαζεμένος, σεμνός, σεμνότυφος, άτολμος, συνεσταλμένος, ντροπαλός, δειλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για