Ulkorakennus kreikaksi
Käännös: ulkorakennus, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα
Muut kielet
Liittyvät sanat: ulkorakennus
ulkorakennus elementti, ulkorakennus englanniksi, ulkorakennus hinta, ulkorakennus ilman rakennuslupaa, ulkorakennus lupa, ulkorakennus kielisanakirja kreikka, ulkorakennus kreikaksi
Käännökset
- ulkopuoli kreikaksi - εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικές, εξωτερικά
- ulkopuolinen kreikaksi - ξένος, αλλοδαπός, εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικά
- ulkorengas kreikaksi - λάστιχο, ο εξωτερικός δακτύλιος, Στον εξωτερικό δακτύλιο, Στην εξωτερική περιφέρεια, Στον εξωτερικό δακτύλιο του, εξωτερικός δακτύλιος
- ulkoreuna kreikaksi - περιφέρεια, εξωτερική άκρη, εξωτερική ακμή, εξωτερικό άκρο, εξωτερικής ακμής, εξωτερικού άκρου
Satunnaisia sanoja
Ulkorakennus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα
Käännökset: υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα