Vääristyä kreikaksi
Käännös: vääristyä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
στρεβλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vääristyä
vääristyä englanniksi, vääristyä englanti, vääristyä merkitys, vääristyä ruotsiksi, vääristyä sanaristikko, vääristyä kielisanakirja kreikka, vääristyä kreikaksi
Käännökset
- vääristely kreikaksi - βασανίζω, βασανισμός, παραποίηση, παραποίησης, πλαστογράφηση, πλαστογράφησης, την πλαστογράφηση
- vääristymä kreikaksi - παρέκκλιση, παρεκτροπή, διαστρεβλώνω, παραμόρφωση, στρέβλωση, στρέβλωσης, νόθευση, ...
- vääristäminen kreikaksi - στρέβλωση του ανταγωνισμού, στρέβλωσης του ανταγωνισμού, νόθευση του ανταγωνισμού, στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, τη νόθευση του ανταγωνισμού
- vääristää kreikaksi - παραποιώ, διαστρεβλώνω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Satunnaisia sanoja
Vääristyä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: στρεβλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Käännökset: στρεβλώνω, διαστρεβλώνω, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον