Väistyä kreikaksi
Käännös: väistyä, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
νηοπομπή, στόλος, υποχωρώ, κάνε στην άκρη, κάνουν στην άκρη, βήμα κατά μέρος, στην άκρη, κάνουν στην άκρη για
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: väistyä
väistyä englanniksi, väistyä merkitys, väistyä ruotsiksi, väistyä sanakirja, väistyä sanaristikko, väistyä kielisanakirja kreikka, väistyä kreikaksi
Käännökset
- väijyä kreikaksi - ενέδρα, καρτέρι, παραμονεύω, κοτσάνι, μίσχο, μίσχος, μίσχου, ...
- väistellä kreikaksi - αποφεύγω, υποχωρείτε, διαφυγης
- väistämättä kreikaksi - αναπόφευκτα, απαραίτητα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
- väistämättömästi kreikaksi - αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο, αναπόφευκτη, αναποφεύκτως
Satunnaisia sanoja
Väistyä kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: νηοπομπή, στόλος, υποχωρώ, κάνε στην άκρη, κάνουν στην άκρη, βήμα κατά μέρος, στην άκρη, κάνουν στην άκρη για
Käännökset: νηοπομπή, στόλος, υποχωρώ, κάνε στην άκρη, κάνουν στην άκρη, βήμα κατά μέρος, στην άκρη, κάνουν στην άκρη για