Väli kreikaksi
Käännös: väli, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, χώρος, διάστημα, διάλειμμα, εκτείνομαι, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: väli
väli amerikka, väli englanniksi, väli html, väli ilmansuunnat, väli ilmasto, väli kielisanakirja kreikka, väli kreikaksi
Käännökset
- väkä kreikaksi - ακίδα, δοντιού, δόντι, barb, ακίδιο
- väkänen kreikaksi - ακίδα, δοντιού, δόντι, barb, ακίδιο
- väliaika kreikaksi - σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, σηκός, διάλλειμα, διακοπή, διάλειμμα, ...
- väliaikainen kreikaksi - δειλός, προσωρινός, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Satunnaisia sanoja
Väli kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, χώρος, διάστημα, διάλειμμα, εκτείνομαι, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Käännökset: απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, χώρος, διάστημα, διάλειμμα, εκτείνομαι, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα