Väliaika kreikaksi
Käännös: väliaika, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, σηκός, διάλλειμα, διακοπή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: väliaika
väliaika englanniksi, väliaika englanti, väliaika kahvia ja pullaa, väliaika kello, väliaika laskuri, väliaika kielisanakirja kreikka, väliaika kreikaksi
Käännökset
- väkänen kreikaksi - ακίδα, δοντιού, δόντι, barb, ακίδιο
- väli kreikaksi - απόσταση, σχισμή, τεντώνομαι, κενό, τεντώνω, τεζάρω, χάσμα, ...
- väliaikainen kreikaksi - δειλός, προσωρινός, πρόσκαιρος, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
- väliaikaisesti kreikaksi - προσωρινά, προσωρινή, την προσωρινή, προσωρινώς, προσωρινής
Satunnaisia sanoja
Väliaika kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, σηκός, διάλλειμα, διακοπή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα
Käännökset: σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, σηκός, διάλλειμα, διακοπή, διάλειμμα, αντεπίθεση, διαστήματος, χρονικό, χρονικό διάστημα, μεσοδιάστημα