Väline kreikaksi

Käännös: väline, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
τέχνασμα, μέσος, μεταχειρίζομαι, μέτριος, μεσαίος, συσκευή, όχημα, μηχάνημα, εργαλείο, όργανο, μέσον, ενδιάμεσος, χερούλι, χειρίζομαι, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Väline kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: väline

väline ehdollistuminen, väline englanniksi, väline ja itseisarvo, väline kõvaketas, väline merkitys, väline kielisanakirja kreikka, väline kreikaksi

Käännökset

  • välimerkki kreikaksi - στίξη, σημείο στίξης, σημεία στίξης, σημείο στίξης που, το σημείο στίξης, το σημείο στίξης που
  • välimiesmenettely kreikaksi - διαιτησία, διαιτησίας, διαιτησίας που, διαιτητικό, διαιτητική
  • välineet kreikaksi - εξοπλισμός, μέσα, μέσο, μέσων, μέσου, τη βοήθεια
  • välinpitämättömyys kreikaksi - αδιαφορία, απάθεια, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
Satunnaisia sanoja
Väline kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: τέχνασμα, μέσος, μεταχειρίζομαι, μέτριος, μεσαίος, συσκευή, όχημα, μηχάνημα, εργαλείο, όργανο, μέσον, ενδιάμεσος, χερούλι, χειρίζομαι, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για