Väliosa kreikaksi
Käännös: väliosa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σύνδεση, σχέση, συνδετικός, ανταπόκριση, το ενδιάμεσο τμήμα, το ενδιάμεσο μέρος
Muut kielet
Liittyvät sanat: väliosa
pakoputki väliosa, väliosa englanniksi, väliosa merkitys, väliosa musiikki, väliosa ruotsiksi, väliosa kielisanakirja kreikka, väliosa kreikaksi
Käännökset
- välinpitämättömyys kreikaksi - αδιαφορία, απάθεια, αδιαφορίας, την αδιαφορία, η αδιαφορία, της αδιαφορίας
- välinpitämätön kreikaksi - παθητικός, απαθής, αδιάφορος, αδιάφορη, αδιάφοροι, αδιάφορο, αδιαφορεί
- välipala kreikaksi - μεζές, σνακ, πρόχειρο φαγητό, κολατσιό, snack
- välipäätös kreikaksi - κυρίαρχος, γνώμη, γνωμάτευση, άποψη, διαταγή, εντολή, ασφαλιστικών μέτρων, ...
Satunnaisia sanoja
Väliosa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σύνδεση, σχέση, συνδετικός, ανταπόκριση, το ενδιάμεσο τμήμα, το ενδιάμεσο μέρος
Käännökset: σύνδεση, σχέση, συνδετικός, ανταπόκριση, το ενδιάμεσο τμήμα, το ενδιάμεσο μέρος