Vaikuttaa kreikaksi
Käännös: vaikuttaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vaikuttaa
vaikuttaa angolassa, vaikuttaa in english, vaikuttaa johonkin englanniksi, vaikuttaa johonkin ruotsiksi, vaikuttaa kansanedustajan päätökseen, vaikuttaa kielisanakirja kreikka, vaikuttaa kreikaksi
Käännökset
- vaikutelma kreikaksi - αντίληψη, νόημα, γνώση, γνώσεις, καταδίκη, άποψη, έννοια, ...
- vaikutin kreikaksi - ανάγκη, κίνητρο, χρειάζομαι, παρακίνηση, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, ...
- vaikuttava kreikaksi - κλειδί, κραταιός, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- vaikuttavuus kreikaksi - μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, αποτελεσματικότητα της, την αποτελεσματικότητα, την αποτελεσματικότητα της
Satunnaisia sanoja
Vaikuttaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Käännökset: περιλαμβάνω, πινελιά, εμπλέκω, δουλειά, λειτουργώ, επίδραση, ορμή, εμπλέκομαι, επηρεάζω, αγγίζω, επενεργώ, μπλέκω, επενέργεια, επιρροή, εισέρχομαι, κρούση, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει