Vajaa kreikaksi
Käännös: vajaa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
σπάνιος, μερικός, λιγοστός, αραιός, ντροπαλός, πενιχρός, δειλός, κοντός, συνεσταλμένος, ελλιπής, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vajaa
vajaa englanniksi, vajaa ihminen, vajaa merkitys, vajaa nelikymppinen, vajaa ruotsiksi, vajaa kielisanakirja kreikka, vajaa kreikaksi
Käännökset
- vaivihkaa kreikaksi - στα κρυφά, στα ύπουλα
- vaja kreikaksi - καλύβα, παράγκα, ανακούφιση, εκτόνωση, ανάγλυφος, αρωγή, αποβάλλω, ...
- vajanainen kreikaksi - ατελής, ατελή, ατελούς, ατελείς, ατελές
- vajaus kreikaksi - σπανιότητα, ήττα, καθυστερούμενα, αποστατώ, αθέτηση, απώλεια, αθετώ, ...
Satunnaisia sanoja
Vajaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: σπάνιος, μερικός, λιγοστός, αραιός, ντροπαλός, πενιχρός, δειλός, κοντός, συνεσταλμένος, ελλιπής, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας
Käännökset: σπάνιος, μερικός, λιγοστός, αραιός, ντροπαλός, πενιχρός, δειλός, κοντός, συνεσταλμένος, ελλιπής, αποτυχία, παράλειψη, βλάβη, ανεπάρκεια, αποτυχίας