Vakio kreikaksi

Käännös: vakio, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
νόρμα, συνεχής, στερεός, σταθερός, πρότυπο, τακτικός, συμπαγής, αδιάκοπος, ομαλός, συντελεστής, στάβλος, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Vakio kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: vakio

avogadron vakio, jorman vakio, planckin vakio, vakio 1, vakio 1 tulokset, vakio kielisanakirja kreikka, vakio kreikaksi

Käännökset

  • vakiinnuttaa kreikaksi - σταθεροποιώ, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
  • vakiintumaton kreikaksi - λάσκος, μπόσικος, χαλαρός, λυτός, άστατος, εκκρεμή, εκκρεμείς, ...
  • vakioasiakas kreikaksi - θαμώνας, προστάτης, τακτικός πελάτης, τακτικό πελάτη, τακτική πελάτης, κανονικό πελάτη, σταθερό πελάτη
  • vakka kreikaksi - καλάθι, κοφίνι, πανέρι, μοδίο, βατσέλι, μόδι, μέδιμνο, ...
Satunnaisia sanoja
Vakio kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: νόρμα, συνεχής, στερεός, σταθερός, πρότυπο, τακτικός, συμπαγής, αδιάκοπος, ομαλός, συντελεστής, στάβλος, διαρκής, σταθερή, σταθερά