Valmistuminen kreikaksi
Käännös: valmistuminen, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: valmistuminen
valmistuminen aalto, valmistuminen ajallaan opintolaina, valmistuminen englanniksi, valmistuminen kela, valmistuminen merkitys, valmistuminen kielisanakirja kreikka, valmistuminen kreikaksi
Käännökset
- valmistevero kreikaksi - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
- valmistua kreikaksi - αποφοιτώ, απόφοιτος, απόφοιτος από, απόφοιτος από τον, τους αποφοίτους, απόφοιτος του
- valmistunut kreikaksi - έτοιμος, αποφοιτώ, πανέτοιμος, απόφοιτος, ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ...
- valmistus kreikaksi - κατασκευή, κατασκευής, μεταποίησης, παραγωγής, την κατασκευή
Satunnaisia sanoja
Valmistuminen kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση
Käännökset: αποφοίτηση, αποφοίτησή, την αποφοίτησή, την αποφοίτηση, βαθμολόγηση