Valu kreikaksi
Käännös: valu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
ρίξιμο, επιτελείο, πλάσιμο, βολή, χύσιμο, χύτευσης, χύτευση, χυτεύσεως, τη χύτευση
Muut kielet
Liittyvät sanat: valu
lattian valu, valu englanniksi, valu expertit oy, valu merkitys, valu pilariharkko, valu kielisanakirja kreikka, valu kreikaksi
Käännökset
- valtuuttaminen kreikaksi - αντιπροσωπεία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, αντιπροσωπεία του, αντιπροσωπεία της
- valtuutus kreikaksi - εξουσία, εντολή, κύρος, αυθεντία, εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, ...
- valua kreikaksi - διαρροή, αιμορραγώ, διαρρέω, ματώνω, σταλάζω, ρείθρο, οχετός, ...
- valuma kreikaksi - υπερχείλιση, ξεχειλίζω, απορροή, απορροές, επιφανειακές απορροές, τις επιφανειακές απορροές, την απορροή
Satunnaisia sanoja
Valu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: ρίξιμο, επιτελείο, πλάσιμο, βολή, χύσιμο, χύτευσης, χύτευση, χυτεύσεως, τη χύτευση
Käännökset: ρίξιμο, επιτελείο, πλάσιμο, βολή, χύσιμο, χύτευσης, χύτευση, χυτεύσεως, τη χύτευση