Vamma kreikaksi
Käännös: vamma, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
λαβώνω, τραυματίζω, τραύμα, χτυπώ, βλάπτω, τραυματισμός, βλάβη, πληγώνω, πονώ, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vamma
cp, cp vamma, vamma blogi, vamma del sol, vamma englanniksi, vamma kielisanakirja kreikka, vamma kreikaksi
Käännökset
- valvomaton kreikaksi - ασυνόδευτος, ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτης, μη ελεγχόμενη, ανεξέλεγκτες
- valvonta kreikaksi - εξουσιάζω, επίβλεψη, αβλεψία, επιτήρηση, έλεγχος, παράλειψη, ελέγχου, ...
- vammainen kreikaksi - ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- vammauttaa kreikaksi - ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάζουν
Satunnaisia sanoja
Vamma kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: λαβώνω, τραυματίζω, τραύμα, χτυπώ, βλάπτω, τραυματισμός, βλάβη, πληγώνω, πονώ, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Käännökset: λαβώνω, τραυματίζω, τραύμα, χτυπώ, βλάπτω, τραυματισμός, βλάβη, πληγώνω, πονώ, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας