Vanhus kreikaksi

Käännös: vanhus, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παλαιός, γέρικος, γέρος, ανώτερος πολίτης, ηλικιωμένος, τρίτης ηλικίας, άτομο τρίτης ηλικίας, άτομα της τρίτης ηλικίας
Vanhus kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: vanhus

vanhus englanniksi, vanhus ja alkoholi, vanhus ja meri, vanhus ja meri essee, vanhus ja meri teema, vanhus kielisanakirja kreikka, vanhus kreikaksi

Käännökset

  • vanhurskauttaa kreikaksi - δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
  • vanhurskauttaminen kreikaksi - δικαιολογία, αιτιολογία, τεκμηρίωση, αιτιολόγηση, Αιτιολόγηση Η, Αιτιολόγηση Οι, δικαιολόγηση
  • vanhusmainen kreikaksi - γεροντικός, όπως οι ηλικιωμένοι, όπως τους ηλικιωμένους
  • vanhuuden kreikaksi - γεροντικός, γεράματα, γήρατος, γήρας, γηρατειά, το γήρας
Satunnaisia sanoja
Vanhus kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παλαιός, γέρικος, γέρος, ανώτερος πολίτης, ηλικιωμένος, τρίτης ηλικίας, άτομο τρίτης ηλικίας, άτομα της τρίτης ηλικίας