Vannoa kreikaksi
Käännös: vannoa, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
διεκδικώ, αποδεικνύω, τάζω, επικυρώνω, βεβαιώνω, κύκνος, ομολογώ, πιστοποιώ, επαληθεύω, υποστηρίζω, διαβεβαιώνω, ορκίζομαι, όρκος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: vannoa
vannoa englanniksi, vannoa jonkin nimeen, vannoa jonkin nimeen englanniksi, vannoa luvata, vannoa merkitys, vannoa kielisanakirja kreikka, vannoa kreikaksi
Käännökset
- vankkurit kreikaksi - τροχόσπιτο, κάρο, βαγόνι, φορτάμαξας, wagon, βαγονιού
- vanne kreikaksi - στεφάνι, κρίκος, στεφάνη, στεφάνης, χουπ
- vannoneet kreikaksi - ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
- vannottu kreikaksi - ορκίζομαι, ορκισμένος, ορκιστεί, ένορκη, ορκίστηκε, ορκωτοί, ορκωτούς
Satunnaisia sanoja
Vannoa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: διεκδικώ, αποδεικνύω, τάζω, επικυρώνω, βεβαιώνω, κύκνος, ομολογώ, πιστοποιώ, επαληθεύω, υποστηρίζω, διαβεβαιώνω, ορκίζομαι, όρκος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Käännökset: διεκδικώ, αποδεικνύω, τάζω, επικυρώνω, βεβαιώνω, κύκνος, ομολογώ, πιστοποιώ, επαληθεύω, υποστηρίζω, διαβεβαιώνω, ορκίζομαι, όρκος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν