Varasto kreikaksi
Käännös: varasto, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: varasto
autotalli varasto, elokuva varasto, myydään varasto, tampere varasto, vaarin varasto, varasto kielisanakirja kreikka, varasto kreikaksi
Käännökset
- varasti kreikaksi - κλοπή, κλέβει, κλέβουν, να κλέβει, κλέβοντας
- varastivat kreikaksi - κλοπή, κλέβει, κλέβουν, να κλέβει, κλέβοντας
- varastoaitta kreikaksi - το κτίριο, το κτήριο, του κτιρίου, η κατασκευή, η οικοδόμηση
- varastoida kreikaksi - κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Satunnaisia sanoja
Varasto kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη
Käännökset: παροχή, βάζω, αποθήκη, μαγαζί, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, παρέχω, αποθήκευση, προμήθεια, χορήγηση, αποθήκης, αποθήκες, αποθηκών, την αποθήκη