Varattu kreikaksi
Käännös: varattu, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
επιφυλακτικός, κρατημένος, παντρεμένος, παντρεμένη, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Muut kielet
Liittyvät sanat: varattu
varattu englanniksi, varattu ihastunut, varattu kyltti, varattu merkitys, varattu mies, varattu kielisanakirja kreikka, varattu kreikaksi
Käännökset
- varat kreikaksi - λεφτά, μέσο, μέσον, πόροι, πόρων, πόρους, τους πόρους, ...
- varata kreikaksi - αναθέτω, παρακαταθήκη, εφεδρικός, εφεδρεία, βιβλίο, παρακρατώ, περισσεύω, ...
- varaus kreikaksi - επιφύλαξη, κράτηση, παρακαταθήκη, εφεδρικός, εφεδρεία, παρακρατώ, κράτησης, ...
- varhain kreikaksi - νωρίς, πρώιμος, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Satunnaisia sanoja
Varattu kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: επιφυλακτικός, κρατημένος, παντρεμένος, παντρεμένη, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη
Käännökset: επιφυλακτικός, κρατημένος, παντρεμένος, παντρεμένη, διατηρούνται, επιφυλάχθηκε, επιφυλάσσεται, προορίζεται, Με επιφύλαξη