Varmistaa kreikaksi

Käännös: varmistaa, Sanakirja: suomi » kreikka

Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
παρακολουθώ, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, ασφαλής, έλεγχος, εδραιώνω, εγγυώμαι, υπολογίζω, εξασφαλίζω, διαβεβαιώνω, εξακριβώνω, διαπιστώνω, αντίκρισμα, προσδιορίζω, διασφαλίζω, εξουσιάζω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί
Varmistaa kreikaksi
Liittyvät sanat
Muut kielet

Liittyvät sanat: varmistaa

varmistaa englanniksi, varmistaa espanjaksi, varmistaa käännös, varmistaa merkitys, varmistaa på svenska, varmistaa kielisanakirja kreikka, varmistaa kreikaksi

Käännökset

  • varmentaa kreikaksi - επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επαληθεύω, βεβαιώνω, πιστοποιώ, πιστοποιούν, πιστοποιεί, ...
  • varmentaminen kreikaksi - πιστοποίηση, πιστοποίησης, την πιστοποίηση, της πιστοποίησης, πιστοποιητικό
  • varmistua kreikaksi - εξουσιάζω, εξασφαλίζω, βεβαιώνομαι, βλέπω, έλεγχος, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, ...
  • varmistus kreikaksi - διαβεβαίωση, εφεδρικός, αντιγράφων ασφαλείας, αντίγραφο ασφαλείας, δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας, εφεδρική
Satunnaisia sanoja
Varmistaa kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: παρακολουθώ, επικυρώνω, επιβεβαιώνω, ασφαλής, έλεγχος, εδραιώνω, εγγυώμαι, υπολογίζω, εξασφαλίζω, διαβεβαιώνω, εξακριβώνω, διαπιστώνω, αντίκρισμα, προσδιορίζω, διασφαλίζω, εξουσιάζω, εξασφαλίζουν, εξασφαλίσουν, διασφαλίσει, εξασφαλιστεί, διασφαλιστεί