Varomaton kreikaksi
Käännös: varomaton, Sanakirja: suomi » kreikka
Lähdekieli:
suomi
Kohdekieli:
kreikka
Käännökset:
εξάνθημα, παράτολμος, απερίσκεπτος, ακριτόμυθος, απρόσεκτος, απερίσκεπτη, αλόγιστη, απροφύλακτος
Liittyvät sanat
Muut kielet
Liittyvät sanat: varomaton
varomaton englanniksi, varomaton käsittely, varomaton merkitys, varomaton ruotsiksi, varomaton sanaristikko, varomaton kielisanakirja kreikka, varomaton kreikaksi
Käännökset
- varoke kreikaksi - φυτίλι, φιτίλι, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
- varokeino kreikaksi - περιφρουρώ, διασφαλίζω, προφύλαξη, κατοχυρώνω, προφύλαξης, προληπτικό μέτρο, οι προφυλάξεις, ...
- varotoimi kreikaksi - προφύλαξη, κατοχυρώνω, διασφαλίζω, περιφρουρώ, προφύλαξης, προληπτικό μέτρο, οι προφυλάξεις, ...
- varovainen kreikaksi - προσεκτικός, εχέμυθος, εφεκτικός, συντηρητικός, επιφυλακτικός, διακριτικός, προσεχτικός, ...
Satunnaisia sanoja
Varomaton kreikaksi - Sanakirja: suomi » kreikka
Käännökset: εξάνθημα, παράτολμος, απερίσκεπτος, ακριτόμυθος, απρόσεκτος, απερίσκεπτη, αλόγιστη, απροφύλακτος
Käännökset: εξάνθημα, παράτολμος, απερίσκεπτος, ακριτόμυθος, απρόσεκτος, απερίσκεπτη, αλόγιστη, απροφύλακτος